- κατεγκεντρίζω
- κατεγκεντρίζω (Μ) μτφ. (απαντά μόνο η μτχ. παθ. αορ.) εμφυτεύω («κατεγκεντρισθεῑσα ἁπλότης» — απλότητα επίκτητη, όχι φυσική, σε αντιδιαστολή προς την φύσει ενυπάρχουσα, Ιω. Κλύμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐγ-κεντρίζω «εμβολιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.